- ψιθυρίζω
- ψιθύρισα, λέω κάτι με χαμηλή φωνή: Κάτι της ψιθύρισε, μα δεν τ' άκουσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιθυρίζω — whisper pres subj act 1st sg ψιθυρίζω whisper pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζω — ψιθυρίζω, ψιθύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek
ψιθυρίζῃ — ψιθυρίζω whisper pres subj mp 2nd sg ψιθυρίζω whisper pres ind mp 2nd sg ψιθυρίζω whisper pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίσῃ — ψιθυρίζω whisper aor subj mid 2nd sg ψιθυρίζω whisper aor subj act 3rd sg ψιθυρίζω whisper fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριζόμενον — ψιθυρίζω whisper pres part mp masc acc sg ψιθυρίζω whisper pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριζόντων — ψιθυρίζω whisper pres part act masc/neut gen pl ψιθυρίζω whisper pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζει — ψιθυρίζω whisper pres ind mp 2nd sg ψιθυρίζω whisper pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζοντα — ψιθυρίζω whisper pres part act neut nom/voc/acc pl ψιθυρίζω whisper pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζουσι — ψιθυρίζω whisper pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψιθυρίζω whisper pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)